- θύτις
- θῠτ-ις, ιδος, fem. of θύτης, Hsch.A s.v. ἱρήτειρα:
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θύτις — θύτις, ιδος, ἡ (Α) ιέρεια. [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. τού θύτης (< θύω (I)] … Dictionary of Greek
θύτης — ο, θηλ. θύτις και θύτρια (Α θύτης και δωρ. τ. θύτας, θηλ. θύτις) [θύω (I)] νεοελλ. 1. μτφ. αυτός που προκαλεί μεγάλη υλική ή ηθική ζημιά, ο ζημιωτής 2. αυτός που προκαλεί την εξόντωση πολλών ατόμων, ο σφαγιαστής, ο εξολοθρευτής νεοελλ. μσν. ο… … Dictionary of Greek